- εσχατολογία
- Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα, τις περισσότερες φορές ο προσανατολισμός αυτός δίνεται από τον μύθο της προέλευσης του κόσμου και όχι του τέλους του. Καθαυτό εσχατολογική αντίληψη υπάρχει στις θρησκείες που παρουσιάζονται ως φορείς σωτηρίας, σε εκείνες δηλαδή που, με την προοπτική μιας μετά θάνατον σωτηρίας κρίνουν αρνητικά τη γήινη ζωή μεταθέτοντας έτσι το ενδιαφέρον τους στα έσχατα, στην τελική ευδαιμονία, για την απόκτηση της οποίας προσφέρουν και ανάλογα μέσα. Μεταξύ των θρησκειών αυτών συγκαταλέγονται τα μυστήρια της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας και οι μεγάλες ζωντανές θρησκείες, όπως ο χριστιανισμός, ο βουδισμός και ο ισλαμισμός. Θέματα της χριστιανικής ε. είναι ο θάνατος, η τελική κρίση, η κόλαση και ο παράδεισος.
Η επιβίωση της ψυχής μετά τον θάνατο του σώματος είναι προϋπόθεση αναγκαία, αλλά όχι επαρκής για τη θεμελίωση ε. Πολλές πρωτόγονες ή αρχαϊκές θρησκείες, παρά το ότι είχαν αντίληψη για την ψυχή ή κάποια άλλη ανάλογη, δεν αντιμετώπισαν, ωστόσο, το πρόβλημα του πεπρωμένου της ψυχής, αυτού δηλαδή που επιζεί μετά τον φυσικό θάνατο. Το μέγιστο που μπόρεσαν να φανταστούν είναι ένα υπερπέραν τοποθετημένο σε τόπους μακρινούς (στη θάλασσα, στον ουρανό, κάτω από τη γη, στη Δύση κλπ.), όπου οι νεκροί συνέχιζαν μια ζωή ανάλογη με εκείνη της Γης. Στις θρησκείες αυτές δεν ενδιέφερε τόσο το να γνωρίζει κανείς τί κάνουν οι νεκροί, όσο το να εξασφαλιστεί ο πιο τέλειος διαχωρισμός μεταξύ ζωντανών και νεκρών χωρίς να υπάρχει ένα πραγματικό σύστημα ιδεών γύρω από το υπερπέραν.
Η κρίση των ψυχών –η οποία κατά τη χριστιανική ε. είναι πρώτα ατομική κατά τη στιγμή του θανάτου και ύστερα συλλογική (παγκόσμια, γνωστή ως μέλλουσα κρίση) κατά το τέλος του κόσμου– εκφράζει καλύτερα, από πλευράς ε. την έννοια του υπερπέραν, το οποίο εξαρτάται από τη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της ζωής. Γι’ αυτό η συμπεριφορά αυτή συνδέεται από θρησκευτική άποψη με την ιδέα του πεπρωμένου μετά τον θάνατο με εντολές τελετουργικής ή ηθικής τάξης. Μια μορφή κρίσης γνωστή στην κλασική αρχαιότητα ήταν η ψυχοστασία (ζύγισμα των ψυχών), που αντιπροσώπευε μια σπουδαία πλευρά της κρίσης των νεκρών στην αρχαία Αίγυπτο: η καρδιά του νεκρού έμπαινε στον έναν δίσκο της ζυγαριάς, ενώ στον άλλον υπήρχε το βάρος της αλήθειας. Η ψυχοστασία, με άλλη βέβαια μορφή, αποτελεί μέρος της τελικής κρίσης σύμφωνα με τις εσχατολογικές αντιλήψεις του ισλαμισμού.
Η έννοια περί τόπων κόλασης και απόλαυσης στο υπερπέραν, όπου πηγαίνει κανείς ανάλογα με τις κακές ή καλές πράξεις του, είναι θεμελιώδες συμπλήρωμα κάθε ε. Η απεικόνισή τους ποικίλλει σημαντικά, ανάλογα με τους διάφορους πολιτισμούς. Η κόλαση και ο παράδεισος –η διαφοροποίηση δηλαδή του υπερπέραν σε τόπους που προορίζονται για τους κακούς και τους καλούς– συμπληρώνουν και δικαιώνουν τη χριστιανική ε., κατά την οποία η αιώνια καταδίκη και η σωτηρία είναι στέρηση του θεού η πρώτη και απόλαυση του θείου η δεύτερη· συνοδεύονται από βασανιστήρια και, αντίστροφα, από μακαριότητα όχι μόνο πνευματικής τάξης, αλλά και σωματικής. Πραγματικά, η χριστιανική ε. προβλέπει στο τέλος του κόσμου την ανάσταση των νεκρών, που θα ανακτήσουν και πάλι την ψυχή και το σώμα τους για να ζήσουν τη νέα, αιώνια ζωή.
Μια κατά προσέγγιση αντίληψη κόλασης ή παραδείσου μπορούμε να δούμε και εκεί όπου (όπως στον βουδισμό και στην ινδική ε.) το έσχατο τέλος είναι η εκμηδένιση της ατομικότητας ως τέτοιας και ως ενοχής και πόνου. Οι παράδεισοι και οι κολάσεις στην περίπτωση αυτή θα είναι, αντί αιώνιοι, προσωρινοί μόνο σταθμοί μέσα στην αλυσίδα των μετενσαρκώσεων.
Στις θρησκείες που είναι προσανατολισμένες προς τον μύθο σχετικά με την αρχή του ανθρώπου, η τύχη των νεκρών νοείται συχνά ως επιστροφή σε αυτήν την αρχή. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται κατά ποικίλους τρόπους: είναι επιστροφή στα τοτεμικά τέλματα, από τα οποία προέρχεται κάθε άτομο (σύμφωνα με ορισμένες θρησκείες της Αυστραλίας) ή είναι επιστροφή στους πατέρες τους οποίους κυβερνά ο πρώτος άνθρωπος, ο Γιάμα (σύμφωνα με μια ινδική αντίληψη) κλπ.
Εκτός από την ατομική ή συλλογική τύχη των ανθρώπων, θέμα ε. μπορεί vα αποτελέσει και η τελική τύχη του κόσμου. Η χριστιανική ε. με βάση κυρίως τις προφητείες του βιβλίου της Αποκάλυψης προβλέπει ένα τέλος του κόσμου το οποίο εμφανίζεται και στον ισλαμισμό («τα βουνά θα πετάξουν σαν νιφάδες ερίου», γράφει το Κοράνι, αλλά και πολλές θρησκείες αρχαϊκού τύπου έχουν μερικές φορές εσχατολογικούς μύθους που αφορούν το τέλος του κόσμου. Έτσι, σύμφωνα με την παράδοση των αρχαίων κατοίκων του Μεξικού, ένας παγκόσμιος σεισμός θα καταστρέψει τα πάντα ή κατά την παράδοση αρχαίων γερμανικών λαών, η τελική καταστροφή θα έρθει με την εξαπόλυση των δυνάμεων του χάους, οι οποίες θα προκαλέσουν το γνωστό λυκόφως των θεών που ρυθμίζουν τις τύχες του κόσμου.
Εσχατολογικές δοξασίες επανήλθαν από διάφορες πλευρές (αιρέσεις του χριστιανισμού ή νέες θρησκείες) τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αι., με αφορμή συμβολικά έτη που υποτίθεται ότι αναφέρονταν στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπως το 1984 και το 2000.
«Η Κόλαση», τοιχογραφία του Λούκα Σινιορέλι στη μητρόπολη του Ορβιέτο. Κατά την εσχατολογία, στην κόλαση θα οδηγηθούν οι ψυχές των αμαρτωλών. Ο δογματισμός αυτός έχει εμπνεύσει και άλλους Ευρωπαίους ζωγράφους.
Κατά τη χριστιανική εσχατολογία, η τύχη των ψυχών στο υπερπέραν θα καθοριστεί από δύο κρίσεις, μία ατομική στη στιγμή του θανάτου και μία συλλογική στο τέλος του κόσμου. Στη φωτογραφία, «Η τελική Κρίση», τοιχογραφία του Τζότο στο παρεκκλήσιο Σκροβένι στην Πάντοβα (φωτ. Igda).
* * *ηη διδασκαλία που αναφέρεται στο τέλος τού κόσμου και τού ανθρώπου, το δόγμα τού έσχατου λόγου, σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος και το σύμπαν οδηγούνται προς το έσχατο τέλος τους, που είναι τελείωση και ανακαίνιση. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στον θρησκευτικό χώρο αναφορικά με τις ιουδαϊκές και χριστιανικές πεποιθήσεις για τη συντέλεια τών αιώνων, την ανάσταση τών νεκρών, την έσχατη θεία κρίση κ.λπ., αλλά και με τις ανάλογες πεποιθήσεις όλων τών θρησκειών.[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + -λογία < -λογος < λέγω (πρβλ. φιλο-λογία)].
Dictionary of Greek. 2013.